- κορυφόδους
- (Coryphodus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Περιλάμβανε ζώα τα οποία εξωτερικά έμοιαζαν περισσότερο με αρκούδες παρά με γνήσια οπληφόρα. Απολιθωμένα λείψανα των κ. έχουν βρεθεί σε στρώματα του κατώτερου ηωκαίνου της τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα, στην Κεντρική Αμερική και κυρίως στο Μεξικό. Πολλά είδη κ. έμοιαζαν με τους δεινοκερατίδες ως προς την κατασκευή του κρανίου και των δοντιών τους. Στην Ευρώπη βρέθηκαν τα είδη κ. η ηώκαινος και κ. του Όουεν.
* * *ο(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων θηλαστικών που ανήκει στην ομάδα τών οπληφόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coryphodon < νεολατ. coryph- (< κορυφή) + -odon (< ὀδών «δόντι»)].
Dictionary of Greek. 2013.